- άναλκις
- ἄναλκις (-ιδος), ο, η (Α)1. ασθενής, αδύναμος, ανίσχυρος2. άνανδρος, δειλός, απειροπόλεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή «δύναμη». Τό -ι- τού τ. είναι σπάνιο και πολύ παλαιό. Η λ. στην αιτιατ. απαντά και ως ἀνάλκιδα (Ιλ. Θ 153 κ.α.) και ως ἄναλκιν (Οδ. γ 375) (πρβλ. ἔνυδρις, ἔξαστις, θέσπις, πανήγυρις κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.